-
1 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
2 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
3 σχέδιο
[схждио] ουσ ο набросок, эскиз, чертеж, план, проект, план, намерение. -
4 εγκρίνω
(αόρ. ενέκρινα) μετ.1) одобрять;τό σχέδιο — одобрять проект;2) утверждать, санкционировать;εγκρίνω διορισμό — утверждать в должности
-
5 επεξεργάζομαι
μετ.1) обрабатывать, отделывать;επεξεργάζομαι τό άρθρο — обрабатывать статью;
2) разрабатывать, вырабатывать;επεξεργάζομαι σχέδιο — разрабатывать план;
3) перерабатывать (сырьё и т. п.) -
6 εποικοδομητικές
η, ό[ν]1) относящийся к надстройке; 2) назидательный, нравоучительный, поучительный; 3) конструктивный, дельный, полезный;εποικοδομητικέςή πρόταση — конструктивное предложение;
εποικοδομητικέςό σχέδιο — конструктивный план;
εποικοδομητικέςή συνεργασία — деловое сотрудничество
-
7 καταρτίζω
μετ.1) составлять; формировать; организовывать;καταρτίζω σχέδιο — составлять план; — проектировать;
2) обучать, готовить (кого-л.); давать знания, образование (кому-л.);επιστήμων καλώς κατηρτισμένος учёный с широким кругозором -
8 οικοδομικός
η, ό[ν] строительный;οικοδομικά υλικά — строительные материалы;
οικοδομική ξυλεία — строевой лес;
οικοδομικό σχέδιο — архитектурный проект;
οικοδομικός οργασμός — большое, развёрнутое строительство;
οικοδομικός συνετο:
ιρισμός жилищно-строительный кооператив -
9 παράτολμος
-
10 προοπτικός
η, ό[ν] перспективный;προοπτικό σχέδιο — перспективный план
-
11 ωριμάζω
αμετ.1) созревать, поспевать, зреть; 2) перен. созревать; ωρίμασε ο νούς του ум его созрел; ωρίμασε το σχέδιο план созрел; 3) назреть (о нарыве); 4) мужать
См. также в других словарях:
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
σχέδιο — το 1. παράσταση με γραμμές κάποιου αντικειμένου: Ποιος έκανε το σχέδιο αυτής της γέφυρας; 2. στολίδι γραμμικό πάνω σε μια επιφάνεια: Το ύφασμα αυτό έχει πολλά σχέδια. 3. είδος, μορφή, τύπος: Δε μου αρέσει αυτό το σχέδιο του αυτοκινήτου. – Πουλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek
εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… … Dictionary of Greek
Μάρσαλ, σχέδιο — Βλ. λ. Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ. Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. «100+1 χρόνια Ελλάδας») … Dictionary of Greek
σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… … Dictionary of Greek
νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek